εργατιά

εργατιά
η рабочий люд

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εργατιά" в других словарях:

  • εργατιά — η 1. ηεργατική τάξη σε αντίθεση προς τους αστούς: Σε καταριέται η εργατιά κι οι ξενοδουλευτάδες (δημ. τραγ.). 2. σύνολο εργατών που δουλεύουν σε ξένο κτήμα: Πηγαίνει το φαΐ στην εργατιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εργατιά — και εργατεία, η (AM ἐργατεία) [εργάτης] εργασία, μόχθος νεοελλ. οι εργάτες, το σύνολο τών εργατών μσν. καταναγκαστική εργασία, αγγαρεία …   Dictionary of Greek

  • εργατεία — η βλ. εργατιά …   Dictionary of Greek

  • αγροτιά — η η τάξη των αγροτών: Ως το β παγκόσμιο πόλεμο η αγροτιά στην Ελλάδα ήταν πολυαριθμότερη από την εργατιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ενικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην έννοια του ενός, της μονάδας, που σημαίνει ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα. 2. (γραμμ.), το αρσ. ως ουσ., ενικός (ή ενικός αριθμός), τύπος καταλήξεων στην κλίση ονομάτων και ρημάτων, με τον οποίο δηλώνεται ότι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»